γριγρί

γριγρί
το
αλιευτικό συγκρότημα που αποτελείται από ένα μηχανοκίνητο αλιευτικό σκάφος (τρεχαντήρι) και τουλάχιστον ένα δεύτερο βοηθητικό, το οποίο ρυμουλκείται από το πρώτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gir gir].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γριγρί — το (λ. τουρκ.), άκλ., αλιευτικό πλοιάριο με πυροφάνι στην πλώρη: Βγήκαν τα γριγρί μόλις έπεσε η νύχτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”